- ειδήμονας
- οπου γνωρίζει κάτι καλά (επιστημονικά ή από μεγάλη πείρα), ο έμπειρος σε κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ειδήμονας — ο και ειδήμων, ο, η (Α εἰδήμων, ον) αυτός που έχει γνώση, έμπειρος, γνώστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από την απαθή βαθμίδα της ρίζας *weid «γνωρίζω», η οποία εμφανίζεται στον παρακμ. οίδα*] … Dictionary of Greek
εἰδήμονας — εἰδήμων acquainted with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπαιος — (I) ἔμπαιος, ον (Α) 1. έμπειρος, ικανός 2. γνώστης, ειδήμονας. (II) ἔμπαιος, ον (Α) αυτός που επιτίθεται αιφνίδια … Dictionary of Greek
συνετός — ή, ό / συνετός, ή, όν, ΝΜΑ [συνίημι] αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που γίνεται με σύνεση, γνωστικός (α. «συνετός ηγέτης» β. «συνετή πράξη» γ. «ἀπέκρυψας αὐτὰ ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις», ΚΔ δ. «ξυνεταὶ φρένες», Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek
γνώστης — ο αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, ο ειδήμονας: Είναι γνώστης των γεγονότων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)